- τετραγωνίδιο
- το, Ν1. μικρό τετράγωνο2. (στην κλασική τυπογραφία) τετραγωνικό τεμάχιο μετάλλου το οποίο χρησιμοποιείται για συμπλήρωση τών γραμμών και είναι χαμηλότερο από τα στοιχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνο + κατάλ. -ίδιο (πρβλ. πλακ-ίδιο). Η λ., στον λόγιο τ. τετραγωνίδιον, μαρτυρείται από το 1886 στο Ημερολόγιον Εστίας].
Dictionary of Greek. 2013.